πεπλογραφία

πεπλογραφία
ἡ, Α·.1. η περιγραφή τού πέπλου ή αυτών που παριστάνονται σ' αυτό
2. ως κύριο όν. Πεπλογραφία
τίτλος έργου τού Βάρρωνος, το οποίο ήταν είδος εγκωμιαστικής βιογραφίας επίσημων ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + -γραφία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”